στροβιλιστικός

στροβιλιστικός
-ή, -ό, Ν [στροβιλίζω]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον στροβιλισμό
2. αυτός που γίνεται με στροβιλισμό («στροβιλιστικός χορός»)
3. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι στροβιλιστικοί
ζωολ. ομοταξία πλατυελμίνθων που περιλαμβάνει πέντε τάξεις οι οποίες αποτελούνται από 3.000 περίπου μικρόσωμα είδη χερσόβια, θαλάσσια ή τού γλυκού νερού και είναι η μόνη ομοταξία πλατυελμίνθων που περιλαμβάνει, με ελάχιστες εξαιρέσεις, κυρίως ελεύθερες μορφές.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • στροβιλιστικός — ή, ό αυτός που έχει την τάση να στροβιλίζεται …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”